- μετάρρυσις
- μετάρρυσις, ἡ (ΑΜ)μετάρροια*.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + -ρρυσις(< ῥύσις < ῥέω), πρβλ. κατά-ρρυσις, υπό-ρρυσις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μετάρρυσις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταρρύσει — μετάρρυσις fem nom/voc/acc dual (attic epic) μεταρρύσεϊ , μετάρρυσις fem dat sg (epic) μετάρρυσις fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταρρύσεις — μετάρρυσις fem nom/voc pl (attic epic) μετάρρυσις fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετάρρυσιν — μετάρρυσις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταρρύσεως — μεταρρύσεω̆ς , μετάρρυσις fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)